- ποταμόκολπος
- Τύπος ποτάμιας εκβολής που έχει το χοανοειδές σχήμα μιας προέκτασης της κοιλάδας του ποταμού προς τη θάλασσα· στον π. η ανάμειξη γλυκών και αλμυρών νερών παρατηρείται στο εσωτερικό του παράκτιου ορίου, σε αντίθεση με ό,τι γίνεται στο δέλτα. Οι π. είναι συχνοί στους ποταμούς που εκβάλλουν σε ανοιχτές θάλασσες ή ωκεανούς, όπου είναι αισθητή η δράση των παλιρροιών, οι οποίες τείνουν να μετακινήσουν ή να μεταφέρουν στο πέλαγος τα υλικά που συγκεντρώθηκαν από τα ποτάμια ύδατα. Οι ποταμοί της Ευρώπης, για παράδειγμα, έχουν όλοι σχεδόν εκβολές με δέλτα στη Μεσόγειο και π. στον Ατλαντικό ωκεανό. Όταν υπάρχουν εύθραυστα πετρώματα, ο π. μπορεί να δημιουργηθεί από τη διαβρωτική δράση των παλιρροιών, συχνά ωστόσο προέρχεται, και από τις κινήσεις καθίζησης της ακτής ή από την ανύψωση της στάθμης της θάλασσας με αποτέλεσμα την εισβολή της θάλασσας στο κατώτερο τμήμα των ποτάμιων κοιλάδων. Έτσι οι παλίρροιες διατηρούν ελεύθερο τον π. από τις ιζηματογενείς εναποθέσεις.
Σε ευρύτερη έννοια, π. είναι και μερικά φιορδ, φερθ, διώρυγες κ.ά., που αποτελούν τη συνέχιση και τη διέξοδο του ρου ενός ποταμού. Αντίθετα, μερικοί π., όπως ο Pίο ντε λα Πλάτα ή ο Γκαμπόν, μπορούν να θεωρηθούν ευρείς ποταμοί μικρού μήκους, που σχηματίζονται από τη συμβολή διαφόρων υδάτινων ρευμάτων, των οποίων αντιπροσωπεύουν το κοινό ενδιάμεσο με τα θαλάσσια ύδατα.
Όσον αφορά στη ναυσιπλοΐα, οι π. έχουν μεγάλη σημασία, ως οδοί διείσδυσης προς την ενδοχώρα· γι’ αυτό τα μεγάλα λιμάνια βρίσκονται συνήθως στο εσωτερικό ενός π. ή κατά μήκος του ρου ενός ποταμού που εκβάλλει σε π.
Η Χάβρη, ένα από τα μεγαλύτερα γαλλικά λιμάνια της Μάγχης, έχει δημιουργηθεί στο εσωτερικό ποταμόκολπου.
* * *ο, Νγεωγρ. κλειστός, εν μέρει, παράκτιος υδάτινος χώρος στον οποίο το ποτάμιο νερό αναμιγνύεται με το θαλάσσιο.
Dictionary of Greek. 2013.